H NEA ΣΜΥΡΝΗ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ

Η Νέα Σμύρνη σχεδιάστηκε για τους πρόσφυγες των μεσοαστικών και αστικών κοινωνικών στρωμάτων. Οικοδομήθηκε αφού είχε καταλαγιάσει η αναστάτωση των πρώτων χρόνων της προσφυγικής εγκατάστασης και, το κυριότερο, εντάχθηκε εξαρχής στο σχέδιο πόλης.

Η προέλευση των προσφύγων που έλαβαν κλήρους στη Νέα Σμύρνη ήταν κατά κύριο λόγο από τα ιωνικά παράλια. Συγκεκριμένα, από τη Σμύρνη προερχόταν το 23%, από το Αδραμύττι, το Αϊβαλί, τη Φώκαια, τα Μοσχονήσια, τα Βουρλά, τον Τσεσμέ και την Έφεσο το 17%, από τον Πόντο το 12%, από τη νότια Μικρά Ασία το 10%, από την Κωνσταντινούπολη το 9%, από τη Θράκη επίσης το 9%, από την κεντρική Μικρά Ασία το 8%. Ένα ποσοστό 12% αποτελούσαν οι γηγενείς κάτοικοι, ο συνοικισμός των οποίων ονομαζόταν Φάρος και βρισκόταν στο βορειοανατολικό τμήμα του σύγχρονου Δήμου Νέας Σμύρνης. Ο Φάρος εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως της Νέας Σμύρνης το 1937.

Η προσφυγική εγκατάσταση στη Νέα Σμύρνη

Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, οι πρόσφυγες άρχισαν να προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τους παλιούς κοινοτικούς τους δεσμούς. Ιδιαίτερα οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας είχαν την αίσθηση ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν όπως ο υπόλοιπος προσφυγικός πληθυσμός. Οι κοσμοπολίτες Σμυρνιοί, φορείς υψηλής παιδείας και μέχρι πρόσφατα οικονομικά ισχυροί, επιδίωξαν να διατηρήσουν την ξεχωριστή θέση που κατείχαν στη Μικρά Ασία και στη νέα τους πατρίδα, οριοθετώντας έναν χώρο εγκατάστασης «διαφορετικό» από εκείνο των υπόλοιπων προσφύγων.

Έτσι, η Νέα Σμύρνη ήταν από τις λίγες περιπτώσεις πανελλαδικά που μια προσφυγική συνοικία σχεδιάστηκε εξαρχής ως αστική περιοχή. Τα οικόπεδα διανεμήθηκαν στους δικαιούχους έναντι αντιτίμου. Τα νομικά διατάγματα για την απαλλοτρίωση των οικοπέδων κοντά στη λεωφόρο Συγγρού, από το ύψος του Αγίου Σώστη και προς τα νότια, εκδόθηκαν τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο του 1923 καθώς και τον Απρίλιο του 1924.

Στις διαδικασίες ίδρυσης οικισμού με αστικό χαρακτήρα για τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, καθώς και στην επιλογή του σχετικού χώρου, πρωτοστάτησε ο Βασίλειος Παπαδόπουλος, αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητρόπολης Σμύρνης ο οποίος διορίστηκε τοποτηρητής της Ιεράς Μητρόπολης Σμύρνης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Νοέμβριο του 1922. Ο ρόλος που διαδραμάτισε ο συγκεκριμένος άνθρωπος στην αποκατάσταση του άλλοτε ποιμνίου του, που τώρα βρισκόταν σε κατάσταση προσφυγιάς, καθιστά φανερό ότι η κοινωνική και κοινοτική ιεραρχία των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων μεταφέρθηκε, όσο ήταν δυνατόν, στη νέα πατρίδα.

Το βασιλικό διάταγμα «Περί αναγνωρίσεως αντιπροσώπων της τέως Κοινότητος και Εκκλησιαστικής Επαρχίας Σμύρνης», που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1923, ανασύστησε, έστω και προσωρινά, την Κοινότητα της Σμύρνης αναγνωρίζοντας την Τοποτηρητεία της Ιεράς Μητρόπολης Σμύρνης, τη Δημογεροντία και την Κεντρική Επιτροπή Σμυρναίων. Βασικές της αρμοδιότητες ήταν η εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων της Επαρχίας Σμύρνης, η εξασφάλιση των περιουσιακών της δικαιωμάτων και η περισυλλογή των διεσπαρμένων περιουσιών, καθώς και η μέριμνα για τη στέγαση των προσφύγων.

Ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία του οικισμού έπαιξε ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, ένας από τους πιο θερμούς και ενεργητικούς υποστηρικτές των προσφύγων στην Ελλάδα, με πολυάριθμες διακρίσεις στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας. Όντας ένας από τους θεμελιωτές της επαναστατικής κυβέρνησης, που σχηματίστηκε μετά τη στρατιωτική επανάσταση του 1922, ο Πλαστήρας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δράσης του στην περίθαλψη και τη στέγαση των χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Όταν, λοιπόν, ο Βασίλειος Παπαδόπουλος και ο Απόστολος Ψαλτώφ τού παρέδωσαν ιδιοχείρως υπόμνημα «περί απαλλοτριώσεως του παρά την λεωφόρον Συγγρού εκλεγέντος γηπέδου» και του εξέθεσαν προφορικώς την πατριωτική σημασία της ίδρυσης της Νέας Σμύρνης, ο «Μαύρος Καβαλάρης» έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Έτσι, διέταξε άμεσα την έκδοση του Ν.Δ. 8/14-8-1923 «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γηπέδου παρά την Λεωφ. Συγγρού» κατ’ αναστολή του άρθρου 12 του Συντάγματος.

Ήδη από το στάδιο του σχεδιασμού, επιδιώχθηκε να συγκροτηθεί ένας αμιγώς σμυρναϊκός οικισμός, προκειμένου να αναδημιουργηθεί στην Ελλάδα η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που χαρακτήριζε τη Σμύρνη. Έτσι, επιδιώχθηκε να απαλλοτριωθεί μια μεγάλη έκταση, να χαραχτεί σχέδιο με μεγάλα οικόπεδα, να μεσολαβήσει το κράτος για την προμήθεια οικοδομικού υλικού απαλλαγμένου από τη φορολογία και να ανατεθεί η ανοικοδόμηση σε μεγάλη εταιρεία, στην οποία οι δικαιούχοι θα προκατέβαλαν το 20-25%. Στη συνέχεια, οι οικοδομές θα ήταν υποθηκευμένες μαζί με το οικόπεδο μέχρι την τοκοχρεωλυτική εξόφληση του υπολοίπου. Βέβαια, τα αρχικά σχέδια γρήγορα άλλαξαν και το μέγεθος του κάθε οικοπέδου μειώθηκε δραστικά. Πριν αρχίσει να οικοδομείται ο συνοικισμός, χαράχτηκε λεπτομερές σχέδιο από τον πολεοδόμο Πέτρο Καλλιγά, με πρόβλεψη για κοινόχρηστους χώρους και χώρους πρασίνου. Οι ως επί το πλείστον ακαλλιέργητοι αγροί κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού θα μετατρέπονταν σε αξιοποιήσιμα οικόπεδα.

Η προοπτική της ανοικοδόμησης ενός σύγχρονου οικισμού προκάλεσε την αντίδραση των ιδιοκτητών των εν λόγω εδαφών, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτρέψουν, πολλές φορές ακόμα και με τη βία, τη χάραξη των οικοπέδων και την υλοποίηση του σχεδίου Καλλιγά. Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από τις αντιδράσεις αυτές –μια και συχνά ήταν απαραίτητη η επανάληψη των ίδιων εργασιών πολλές φορές– αντιμετωπίστηκαν με την εκμετάλλευση πόρων από την περιουσία της Κοινότητας Σμύρνης, ύστερα από πρόταση του Απόστολου Ορφανίδη.

Η ίδρυση του οικισμού

Ο οικισμός της Νέας Σμύρνης ιδρύθηκε ενταγμένος στο ευρύτερο πλαίσιο αποκατάστασης του προσφυγικού πληθυσμού της δεκαετίας του 1920, και μάλιστα με κριτήρια κοινωνικά. Στόχος ήταν να αποκατασταθεί κατά το δυνατόν η σχετική κοινωνική κατάσταση των προσφύγων πριν από τον εκπατρισμό τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο οικισμός της Νέας Σμύρνης αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στους υπόλοιπους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, αφού υπήρξε ένας από τους ελάχιστους οικισμούς που στήθηκαν εξαρχής σε μη κατοικημένη περιοχή.

Μία από τις πρώτες φροντίδες των προσφύγων, έπειτα από υπόδειξη του Υπουργείου Γεωργίας, ήταν η δημιουργία οικοδομικών συνεταιρισμών. Ως αποτέλεσμα των επίμονων προσπαθειών του τοποτηρητή, οι δεκατέσσερις συνεταιρισμοί που συστήθηκαν συνενώθηκαν στο σχήμα της Ένωσης Οικοδομικών Συνεταιρισμών «Η Κοινότης Νέας Σμύρνης». Τον Αύγουστο του 1924 εξελέγη προεδρείο και εποπτικό συμβούλιο της Ένωσης με πρόεδρο τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο Παπαδόπουλο, που άρχισε να κινείται, προκειμένου να ολοκληρωθεί η χάραξη των οικοπέδων και να εντοπιστεί εταιρεία για την ανάθεση της ανέγερσης του συνοικισμού. Η έκδοση νομικών διαταγμάτων σχετικών με το θέμα συνεχίστηκε σε όλα τα επόμενα χρόνια, ενώ η Νέα Σμύρνη αποτέλεσε μία από τις λίγες περιπτώσεις προσφυγικών συνοικισμών που εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως ήδη από το σχέδιο Καλλιγά (1924). Έτσι, στον σχεδιασμό του οικισμού προβλέφθηκαν κοινόχρηστοι χώροι και πράσινο. Τα οικόπεδα διανεμήθηκαν στους δικαιούχους με κλήρο, ενώ ταυτόχρονα οι πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν κλιμακωτή αποζημίωση.

Η πρώτη απαλλοτρίωση εκτεινόταν μέχρι την οδό Δαρδανελλίων στα ανατολικά, την οδό Αιγαίου στα βόρεια και την οδό Προποντίδος (μετέπειτα Θ. Σοφούλη) στο νότιο τμήμα. Το έδαφος στην περιοχή αυτή ήταν ιδιαίτερα ανώμαλο, καθώς διασχιζόταν από ρυάκια και χειμάρρους. Αρχικοί δικαιούχοι στην πρώτη απαλλοτρίωση ήταν 2.400 οικογένειες, στις οποίες το Υπουργείο Προνοίας χορηγούσε παραχωρητήρια. Η διατήρηση των παραχωρητηρίων από τους πρόσφυγες απαιτούσε τη συμμόρφωση με ορισμένους κανόνες που αφορούσαν την ανέγερση κατοικιών ή τη μεταβίβαση των οικοπέδων, η οποία απαγορευόταν για πέντε χρόνια. Η δεύτερη απαλλοτρίωση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, συμπεριέλαβε τις εκτάσεις από την οδό Προποντίδος έως τις οδούς Αποστόλου Παύλου (σημερινή οδός Ναζλίου), Κύπρου και Παμφυλίας στα νότια του αρχικού οικιστικού πυρήνα· επίσης, εδάφη από την οδό Δαρδανελλίων έως την Ευξείνου Πόντου στα ανατολικά. Οι εκτάσεις που προσαρτήθηκαν κατά τη δεύτερη απαλλοτρίωση χωρίστηκαν σε 2.200 οικοδομήσιμα οικόπεδα.

Πρώτος οικιστής του νέου προαστίου ήταν ο ξυλουργός Αλέξανδρος Βαπορίδης, ο οποίος εγκαταστάθηκε (σε οικία στο οικόπεδο 6 του οικοδομικού τετραγώνου 80) το 1926. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο δρόμος μπροστά στο σπίτι αυτό ονομάστηκε οδός Βαπορίδου προς τιμήν του πρώτου κατοίκου της Νέας Σμύρνης. Συστηματική ανοικοδόμηση δεν άρχισε πριν από το 1929.

Μέχρι τότε είχαν χτιστεί μόλις εκατό σπίτια, τα περισσότερα μονώροφα και μικρά, με δαπάνες των ίδιων των κατοίκων. Το 1926 στη Νέα Σμύρνη κατοικούσαν μία-δύο οικογένειες, το 1927 δεκαεπτά και το 1928 γύρω στις τριάντα έξι.

 

Συστηματικότερη ενασχόληση με την ανοικοδόμηση της Νέας Σμύρνης παρατηρήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, μετά το 1930, εποχή κατά την οποία το πολιτικό κλίμα ηρέμησε και κατά συνέπεια η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων είχε τη δυνατότητα και τη χρονική άνεση να εφαρμόσει με μεγαλύτερη συνέπεια ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των προσφύγων. Έτσι, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, υπογράφτηκε σύμβαση με τη γαλλική εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann (Βουλεβάρ Οσμάν) για την ανέγερση των προσφυγικών κατοικιών της Νέας Σμύρνης. Μεταξύ άλλων, οι όροι της σύμβασης προέβλεπαν να επιλέξουν οι ενδιαφερόμενοι πρόσφυγες το σχέδιο της οικίας που επιθυμούσαν, να προκαταβάλουν το ένα έκτο της αξίας των οικημάτων τους και τα υπόλοιπα να εξοφληθούν στη συνέχεια. Το 1932 η σύμβαση καταγγέλθηκε από τον υπουργό Προνοίας Λεωνίδα Ιασωνίδη, εξαιτίας της διετούς καθυστέρησης (1930-1932) στην έναρξη των οικοδομικών εργασιών. Επιπλέον, έληξε η δικαιοδοσία της Επιτροπής Κοινότητας Σμύρνης και αποφασίστηκε να μην αναμειχθεί εταιρεία του εξωτερικού στην ανέγερση του οικισμού, καθώς η Εθνική Τράπεζα αρνήθηκε να δώσει τις εγγυήσεις που απαιτούσαν οι ξένες εταιρείες. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλειφθεί το σχέδιο μαζικής οικοδόμησης του συνοικισμού και να επιτραπεί άλλη μία φορά η ανέγερση οικιών από τους ιδιώτες. Έτσι, αν και δεν πραγματοποιήθηκε το μεγαλόπνοο σχέδιο ανοικοδόμησης μιας εξαρχής καλοσχεδιασμένης πόλης, η ανάθεση της ανοικοδόμησης στους ιδιώτες προφύλαξε τη Νέα Σμύρνη από το να πάρει την όψη συνοικισμού.

Ο προσφυγικός χαρακτήρας της Νέας Σμύρνης, πάντως, διαφυλάχθηκε συνειδητά, αφού με πολιτική απόφαση όχι μόνο επεκτάθηκε η απαγόρευση της μεταβίβασης των παραχωρητηρίων και πέραν της πενταετίας, αλλά και αποκλείστηκε εντελώς η μεταβίβασή τους σε γηγενείς. Το μέτρο της απαγόρευσης της μεταβίβασης άρθηκε το 1934, αλλά εξακολούθησε να ισχύει η προϋπόθεση της πενταετίας και ήταν απαραίτητη η έγκριση από το Υπουργείο Προνοίας.

Κατά την πρώτη δεκαετία, οι συνθήκες ζωής στον οικισμό της Νέας Σμύρνης είχαν περίπου ως εξής: δεν είχε αναπτυχθεί δίκτυο ύδρευσης, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να υδροδοτούνται από νερουλάδες και από αρτεσιανά φρέατα βάθους 15-17 μέτρων. Λίγο καλύτερη ήταν η κατάσταση στον τομέα της ηλεκτροδότησης της περιοχής, αφού, έστω και με δικά τους έξοδα, οι κάτοικοι κατάφεραν με ηλεκτρογεννήτριες και ξύλινες κολόνες διανομής ρεύματος να ηλεκτροφωτίσουν την περιοχή. Έτσι, ήδη από το 1929 ηλεκτροδοτούνταν από γεννήτρια που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Συγγρού και Φιλαδελφείας.

Η διαμόρφωση της Νέας Σμύρνης σε προσφυγικό συνοικισμό που έφερε τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του τόπου προέλευσης των οικιστών του, έγινε ήδη από τα πρώτα βήματα. Ήδη από το 1924 θεμελιώθηκε ο ναός της Αγίας Φωτεινής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας η Εκκλησία αποτελούσε κομβικό θεσμό, γύρω από τον οποίο αρθρωνόταν ολόκληρη η ύπαρξη της κοινότητας. Το σύνολο των κοινοτικών αρχών, αλλά και οι εκπαιδευτικοί και φιλανθρωπικοί θεσμοί, εξαρτώνταν άμεσα από τον μητροπολίτη, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν και ο πρόεδρος των υπεύθυνων συμβουλίων.

Χαρακτηριστική στην περίπτωση του οικισμού της Νέας Σμύρνης, και ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι οικιστές της θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια κοινότητα για την οποία ήταν συλλογικά υπεύθυνοι, ήταν η προσήλωσή τους στην από κοινού δράση, ανεξαρτήτως κρατικής υποστήριξης. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική πραγματικότητα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσαν οι ελληνορθόδοξες κοινότητες στη Μικρά Ασία. Για τους ανθρώπους αυτούς ήταν κοινό βίωμα να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία για την επίλυση των ζητημάτων που απασχολούσαν την καθημερινότητά τους, στο πλαίσιο της τοπικής τους κοινότητας. Το 1932 συστάθηκε η Κεντρική Λέσχη Νέας Σμύρνης, ένα σωματείο με σκοπό την προαγωγή των θεμάτων που αφορούσαν τον οικισμό. Στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου συμμετείχαν άνθρωποι με εμπειρία συμμετοχής στα κοινά, είτε στην Ελλάδα είτε στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ν. Βερόπουλο, Ι. Πολυκανδριώτη, Ι. Μαγκριώτη, Αλ. Καβαφάκη, Δ. Μαργαριτώφ και Γαβρ. Γαβριηλίδη. Ομοίως, η επίλυση του συγκοινωνιακού προβλήματος του οικισμού το 1930 υπήρξε πρωτοβουλία των Νεοσμυρνιωτών, οι οποίοι αποφάσισαν την ίδρυση συνεταιρισμού από τους οικιστές για την πραγματοποίηση με δικά τους έξοδα του δρομολογίου Αθηνών-Νέας Σμύρνης. Στην ίδια λογική, όλα σχεδόν τα έργα υποδομής της Κοινότητας έγιναν έπειτα από οργανωμένη δράση των κατοίκων της. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Κοινότητας Νέας Σμύρνης άρχισε το ενδιαφέρον για τα έργα αυτά και η σταδιακή πραγματοποίησή τους. Το 1924 οριοθετήθηκε και δενδροφυτεύτηκε το πάρκο, ενώ τη διετία 1929-1930 χαράχτηκαν δρόμοι και άρχισε η κατασκευή του δικτύου υδροδότησης από την Εταιρεία Υδάτων, που ολοκληρώθηκε το 1936. Βεβαίως, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες οφείλονταν στο γεγονός ότι οι κάτοικοι διέθεταν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους και βρίσκονταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση έναντι των προσφύγων άλλων περιοχών, που κατά την ίδια περίοδο διέμεναν σε παραπήγματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ίδρυση της Κοινότητας Νέας Σμύρνης (1934) και το πρώτο κοινοτικό συμβούλιο 

Με βάση την απογραφή που πραγματοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1933, η Νέα Σμύρνη αριθμούσε 1.109 κατοίκους. Έτσι, με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1934, ο συνοικισμός της Νέας Σμύρνης ανακηρύχθηκε κοινότητα. Οι Νεοσμυρνιώτες έλαβαν μέρος στις κοινοτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου. Στην εκλογική αυτή αναμέτρηση συμμετείχαν τρεις συνδυασμοί, όλοι προσωποπαγείς και φιλελεύθεροι: ο συνδυασμός «Εργασία και Πρόοδος» του Αθανάσιου Καρύλλου, ο συνδυασμός του Σταύρου Δεπάστα και ο συνδυασμός του Ιωάννη Παπαγιαννόπουλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον δεύτερο συνδυασμό, αυτόν του Σταύρου Δεπάστα, βρήκε πρώτη φορά βήμα έκφρασης η τοπική Αριστερά, η οποία τα χρόνια αυτά, αν και δεν βρισκόταν ακριβώς στην παρανομία, θεωρούνταν εθνικός κίνδυνος. Βρισκόμαστε, άλλωστε, μόλις λίγα χρόνια μετά την ψήφιση του ιδιώνυμου από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου.

Τα αποτελέσματα των εκλογών έφεραν πολύ κοντά τους δύο πρώτους συνδυασμούς. Πρώτος αναδείχθηκε ο συνδυασμός «Εργασία και Πρόοδος» με επτά έδρες και δεύτερος ο συνδυασμός του Σταύρου Δεπάστα με έξι έδρες. Τελευταίος ήταν ο συνδυασμός του Ιωάννη Παπαγιαννόπουλου χωρίς έδρα. Έτσι, πρώτος πρόεδρος της Κοινότητας έγινε ο Αθανάσιος Μ. Καρύλλος. Είχε γεννηθεί το 1889 στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού στη μικρασιατική εκστρατεία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στον συνοικισμό της Νέας Σμύρνης, στη συλλογική ζωή της οποίας αναμείχθηκε από νωρίς. Συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου Κοινωφελών Έργων Νέας Σμύρνης, που είχε ιδρυθεί το 1925, υπήρξε πρόεδρος των Εφέδρων Αξιωματικών, της Ένωσης Προσφύγων Νέας Σμύρνης, της Λέσχης Νέας Σμύρνης και της επιτροπής ανεγέρσεως του ναού της Αγίας Φωτεινής.

Αντιπρόεδρος της Κοινότητας ήταν ο Παναγιώτης Κουτσουκέλης, ο οποίος γεννήθηκε το 1880 στην Πτερούντα της Λέσβου, αλλά εργάστηκε επί αρκετά χρόνια στη Σμύρνη. Μετά το 1922 μίσθωσε ξυλουργικό εργοστάσιο σχολικών επίπλων στον Βύρωνα και πολύ νωρίς αναμείχθηκε στη συλλογική ζωή των προσφύγων.

Η Κοινότητα Νέας Σμύρνης λειτούργησε συστηματικά και οργανωμένα από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σύστασής της. Τόσο η ικανότητα των ανθρώπων που συμμετείχαν στα διοικητικά της όργανα, όσο και η εμπειρία που είχε αποκτηθεί από τη λειτουργία της Δημογεροντίας Νέας Σμύρνης τα προηγούμενα χρόνια, δημιουργώντας ήδη από την εποχή του συνοικισμού την αίσθηση της συλλογικής ζωής, πρόσφεραν τις κατάλληλες συνθήκες για μια πιο οργανωμένη δράση. Έτσι, προτού καλά-καλά συμπληρωθεί ένας χρόνος ζωής της Κοινότητας, το 1935, επιβλήθηκε στα μέλη της κοινοτική φορολογία για την κάλυψη των δαπανών που απαιτούσαν τα έργα κοινής ωφελείας.

Τον ίδιο χρόνο απαλλοτριώθηκε, με πρωτοβουλία της Κοινότητας Νέας Σμύρνης, οικόπεδο που προοριζόταν για τη δημιουργία κοινοτικού νεκροταφείου. Το κοιμητήριο ολοκληρώθηκε και άρχισε να λειτουργεί κανονικά μέσα σε δύο χρόνια, το 1937.

 

 

B’ Παγκόσμιος πόλεμος, Κατοχή και Αντίσταση στη Νέα Σμύρνη

 

Η Νέα Σμύρνη και ο πόλεμος του 1940

 

H σταθερά ανοδική αναπτυξιακή πορεία που σημειώθηκε στη Νέα Σμύρνη τις πρώτες δεκαετίες μετά τη δημιουργία του οικισμού διακόπηκε απότομα εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Όταν ο γερμανικός στρατός κατέλαβε την πόλη των Αθηνών, τον Απρίλιο του 1941, τα έργα αποχέτευσης, υδροδότησης, ασφαλτόστρωσης και ηλεκτροφωτισμού δεν είχαν ολοκληρωθεί, ενώ η θεσμοθετημένη λειτουργία της Νέας Σμύρνης ως κοινότητας δεν μετρούσε παρά μόνο λίγα χρόνια ζωής. Έτσι, τα θεσμικά μέσα αντιμετώπισης των δυσκολιών δεν είχαν προλάβει να αναπτυχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι Νεοσμυρνιώτες κατά την περίοδο της Κατοχής εμφανίζονται ακόμα μεγαλύτερες υπό το πρίσμα του σχετικά πρόσφατου ξεριζωμού τους και της φυσικής και συναισθηματικής εξάντλησης, καθώς και της απώλειας των κοινωνικών τους δικτύων.

Οι Γερμανοί έφτασαν στη Νέα Σμύρνη τον Απρίλιο του 1941. Αμέσως κατέλαβαν σημαντικά σημεία της πόλης, όπως το Άλσος, το γήπεδο του Πανιωνίου και τον περίβολο της Αγίας Φωτεινής, τα οποία μετέτρεψαν σε χώρους στρατωνισμού. Το Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο, το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο του Νεσλιχανίδη και η κλινική Κυανούς Σταυρός στέγασαν στρατιωτικά νοσοκομεία των Ιταλών. Ιδιωτικές οικίες και δημόσια κτήρια, κυρίως κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού και της οδού Αιγαίου, καθώς και στις περιοχές Χρυσάκη, Άλσους και Αγίας Φωτεινής, επιτάχθηκαν. Στη Στροφή της Νέας Σμύρνης είχε εγκατασταθεί σημείο ελέγχου από τους Ιταλούς, ενώ αντιαεροπορικά με προβολείς τοποθετήθηκαν στη Δεξαμενή και στο Νεκροταφείο.

Αμέσως μόλις κατέλαβαν τη χώρα, οι κατοχικές δυνάμεις προχώρησαν στη λεηλασία όλων των ελεύθερων ζωνών και των τελωνείων. Τα εμπορικά και βιομηχανικά αποθέματα κατασχέθηκαν για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής ή για να αποσταλούν στη Γερμανία και στην Ιταλία. Έτσι τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν και το καλοκαίρι κιόλας του 1941 σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι από υποσιτισμό. Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς οι νεκροί πολλαπλασιάστηκαν εξαιτίας τόσο της πείνας όσο και του κρύου. Τα πρώτα θύματα της Κατοχής ανήκαν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού: υπερήλικες, ασθενείς και παιδιά. Στις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων της Νέας Σμύρνης οι τοπικοί άρχοντες δεν εξέταζαν μόνο τα μέτρα για την προστασία των ορφανών του πολέμου, αλλά και τρόπους για την περισυλλογή των νεκρών από τους δρόμους, προκειμένου να ταφούν. Η καθημερινότητα είχε γίνει εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας τόσο της βασανιστικής έλλειψης τροφίμων και φαρμάκων όσο και της ατμόσφαιρας τρομοκρατίας και καταπίεσης που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν πολύ γρήγορα σε ενέργειες αντίστασης εκ μέρους του πληθυσμού, αρχικά ατομικές και μεμονωμένες και αργότερα πιο οργανωμένες. Κατά τους πρώτους μήνες της Κατοχής σημειώθηκαν κρούσματα ανυπακοής, κυρίως σε ατομικό επίπεδο, και προσπάθειες απόκρυψης οπλισμού. Το καλοκαίρι του 1941 παρατηρήθηκαν τα πρώτα περιστατικά οργανωμένης αντιστασιακής δράσης στη Νέα Σμύρνη. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε το πρώτο γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης (Κ.Ο.Β.) του Κ.Κ.Ε. Νέας Σμύρνης από τους Δημήτρη Χατζηγεωργιάδη, Μάρω Στάμου και Όμηρο Κουνουπιώτη. Την ίδια εποχή σχηματίστηκε και ο πρώτος πυρήνας της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος (Ο.Κ.Ν.Ε.) από τους Όμηρο Κουνουπιώτη, Ηρακλή Τσικλιτήρα, Πέτρο Χατζηπέτρο και Άγγελο Μαργαρίτη, ο οποίος μετά την ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (Ε.Δ.Ε.Σ.) πέρασε στις γραμμές του.

Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου συγκροτήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), έπειτα από επαφές της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. με διάφορες μικρές οργανώσεις της Αριστεράς.

Τον Φεβρουάριο του 1942 συγκροτήθηκε το Ε.Α.Μ. Νέων (Ε.Α.Μ.Ν.), όπου συμμετείχαν πολλοί νέοι της Νέας Σμύρνης. Τον Μάιο συγκροτήθηκε η πρώτη ομάδα του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.) στη Νέα Σμύρνη. Μετά τη μαζική ένταξη νέων μελών σχηματίστηκε ένα σύνταγμα, το 1ο σύνταγμα ΕΛΑΣ Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε επτά λόχους. Στο απόγειό του ο Ε.Λ.Α.Σ. Νέας Σμύρνης έφτασε τους 1.340 μαχητές, ενώ η δύναμη των φρουραρχείων τους 434. Άλλες αντιστασιακές ομάδες που έδρασαν στη Νέα Σμύρνη ήταν ο Μίδας 614, ο Πλούτων, που κάποια στιγμή συγχωνεύθηκε με τον Μίδα 614, και οι Δελφοί. Από τις αρχές του 1943 τα μέλη όλων των οργανώσεων που προαναφέρθηκαν ξεκίνησαν τη συγκέντρωση όπλων και πολεμοφοδίων σε διάφορα στρατηγικά σημεία εντός των ορίων της Νέας Σμύρνης.

 

Γερμανικά μπλόκα στη Νέα Σμύρνη – Το μπλόκο του Φάρου

Ένας από τους στόχους της δράσης των αντιστασιακών ομάδων των πόλεων ήταν η περιφρούρηση των συνοικιών και η απόκρουση επιδρομών, κυρίως από τους ταγματασφαλίτες. Υπήρχαν μάλιστα περιοχές όπου η περιφρούρηση αυτή λειτουργούσε τόσο αποτελεσματικά, ώστε να ονομάζονται «ελεύθερες». Φυσικά, δεν πρόκειται για περιοχές που δεν γνώρισαν γερμανική κατοχή, μπλόκα, συλλήψεις κ.λπ. Πρόκειται απλώς για συνοικίες όπου η συμμετοχή στον Ε.Λ.Α.Σ. ήταν τόσο μαζική και δυναμική, ώστε παρόμοιες ενέργειες να μην μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς αξιοσημείωτη αντίσταση.

Η οργανωμένη αυτή δράση έδινε τον απαραίτητο χρόνο σε γειτονικές συνοικίες ή σε καταδιωκόμενους να προφυλαχθούν. Μία από αυτές τις συνοικίες ήταν και η Νέα Σμύρνη, όπου για πρώτη φορά αντιμετωπίστηκε επιδρομή ταγματασφαλιτών και Γερμανών. Πρόκειται για την επιδρομή που έγινε στις 5 Ιανουαρίου 1944 (πρώτο μπλόκο στον Φάρο Νέας Σμύρνης) με στόχο τη σύλληψη δεκαεπτά ΕΛΑΣιτών, τους οποίους οι δυνάμεις κατοχής είχαν επισημάνει στην περιοχή. Ο υπεύθυνος του Ε.Λ.Α.Σ. Φάρου, Σπύρος Αλεβίζος, ταμπουρώθηκε στο σπίτι του, στη γωνία των οδών Αρτάκης και Βασ. Γεωργίου, και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, μπλόκο στη Νέα Σμύρνη ήταν αυτό που πραγματοποιήθηκε στον Φάρο κατά τις 9 Αυγούστου 1944. Συνελήφθησαν γύρω στους 3.000 πολίτες, ενώ έχασαν τη ζωή τους 114.

Στις 16 Αυγούστου 1944 έγινε και τρίτο μπλόκο, αυτή τη φορά στην Κάτω Νέα Σμύρνη. Οι Γερμανοί κατέκαψαν το καφενείο του Ναύτη, καθώς είχαν πληροφορία ότι εκεί σύχναζαν αντιστασιακοί.

Ο φόρος αίματος που πλήρωσε η Νέα Σμύρνη στον αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Πολλοί Νεοσμυρνιοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Άλλοι δολοφονήθηκαν επιτόπου την ώρα της δράσης τους, ενώ αρκετοί στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι, στη Γερμανία και στην Πολωνία. Πολλοί από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Νέα Σμύρνη και να συνεχίσουν τον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Όσοι δεν γύρισαν ποτέ, παρέμειναν ζωντανοί στη μνήμη όσων ζουν. Αυτή τη μνήμη τίμησε ο Δήμος Νέας Σμύρνης στήνοντας μνημείο αγώνα και ιστορίας στον Φάρο.

 

Η Νέα Σμύρνη γίνεται δήμος

Η έναρξη της ναζιστικής κατοχής βρήκε στη θέση του προέδρου της Κοινότητας τον Αθανάσιο Καρύλλο, ο οποίος διατήρησε τη θέση του ως τον Αύγουστο του 1942, οπότε και παύτηκε από τους Γερμανούς, για να αντικατασταθεί από τον αντιπρόεδρο της Κοινότητας Ιωάννη Μαγκριώτη. Πιθανότατα η παύση του ήταν η αντίδραση των Γερμανών στην άρνησή του να τους παραδώσει καταλόγους των μελών της Κοινότητας Νέας Σμύρνης, που θα χρησιμοποιούνταν σε μια  ενδεχόμενη πολιτική επιστράτευση Ελλήνων εργατών για τα εργοστάσια της Γερμανίας.

Τα κοινοτικά αρχεία της εποχής μαρτυρούν την ουσιαστική υπολειτουργία της Κοινότητας, αφού τα θέματα που την απασχολούσαν περιορίζονταν κυρίως στην εκδίκαση οικονομικών διαφορών μεταξύ αυτής και των μελών της, στην οικονομική ενίσχυση ορισμένων φορέων και εντύπων, καθώς και σε έργα που  αποσκοπούσαν στην ομαλή ροή της καθημερινότητας. Έτσι, δεν λείπουν οι αναφορές στον καθαρισμό των δρόμων από τους νεκρούς και στην κατασκευή αντιαεροπορικών ορυγμάτων.

Η κοινότητα αναβαθμίστηκε σε δήμο τον Ιανουάριο του 1943, αφού πρώτα επικυρώθηκε η επίσημη απογραφή του Οκτωβρίου του 1940, με βάση την οποία ο πληθυσμός είχε φτάσει στους 15.114 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός ήταν ικανός, ώστε η Νέα Σμύρνη να χαρακτηριστεί δήμος, καθώς το κατώτατο όριο που θα επέτρεπε κάτι τέτοιο ήταν οι 10.000 κάτοικοι.

Αρχικά, ο νεοσύστατος Δήμος Νέας Σμύρνης εντάχθηκε μαζί με ακόμη πέντε δήμους και δύο κοινότητες στον εξίσου νεοσύστατο Δήμο Πρωτευούσης, όπου δήμαρχος ήταν ο Άγγελος Γεωργάτος. Η Νέα Σμύρνη διοικούνταν από δέκα δημοτικούς επιτρόπους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πρώην αιρετοί κοινοτικοί σύμβουλοι, με προεδρεύοντα τον Ιωάννη Μαγκριώτη. Μετά τη διάσπαση του Δήμου Πρωτευούσης κατά τη διάρκεια του 1943, δήμαρχος Νέας Σμύρνης διορίστηκε ο Ιωάννης Μαγκριώτης, ο οποίος παρέμεινε σε αυτή τη θέση έως τον θάνατό του, στις 20 Δεκεμβρίου 1944.

Η γενικότερη αναστάτωση που επικράτησε στα πολιτικά πράγματα της πρωτεύουσας μετά την Απελευθέρωση δεν μπορούσε να μην επηρεάσει τη Νέα Σμύρνη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μέχρι την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας το 1951, η εναλλαγή δημάρχων ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι κανένας από αυτούς δεν είχε λάβει λαϊκή εντολή για τη θητεία του.

H Νέα Σμύρνη στις δεκαετίες του 1950 και του 1960

Η Νέα Σμύρνη μεγαλώνει

H δεκαετία του 1950 χαρακτηρίστηκε από το μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς οι Έλληνες εγκατέλειπαν κατά εκατοντάδες την ύπαιθρο και συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα. Τον μεγαλύτερο πόλο έλξης, όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσε η πρωτεύουσα. Τον κύριο όγκο του μεταναστευτικού κύματος δέχτηκαν κατ’ αρχάς ο Δήμος Αθηναίων και οι γύρω δήμοι. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια ο πληθυσμός του λεκανοπεδίου αυξήθηκε σημαντικά, ενώ μεγάλες μεταβολές συντελέστηκαν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και καθημερινής ζωής. Ο Δήμος Νέας Σμύρνης, λόγω της γειτνίασής του με τον Δήμο Αθηναίων και της επαφής του με έναν από τους μεγαλύτερους κυκλοφοριακούς άξονες, τη λεωφόρο Συγγρού, έγινε δήμος υποδοχής πολυάριθμων εσωτερικών μεταναστών. Αυτοί μαζί με τους ήδη εγκατεστημένους πρόσφυγες δημιούργησαν τη σύγχρονη πόλη της Νέας Σμύρνης. Η ικανοποίηση των νέων αναγκών και η προσαρμογή στις σύγχρονες τάσεις διαφοροποίησαν μορφολογικά τις συνοικίες της Νέας Σμύρνης, οι οποίες μέχρι τότε διατηρούσαν τον χαρακτήρα της γειτονιάς. Οι παραπάνω εξελίξεις προκάλεσαν τη σταδιακή ρήξη του πολεοδομικού και κοινωνικού ιστού της περιοχής. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές, ο πληθυσμός του δήμου το έτος 1951 ανερχόταν σε 22.074 κατοίκους, το 1961 σε 32.856 και το 1971 σε 42.512. Άμεση συνέπεια της πληθυσμιακής αύξησης ήταν η επέκταση της πόλης, κατά κύριο λόγο προς τα ανατολικά και τα νότια, στις περιοχές του Φάρου, των Λουτρών, του Νεκροταφείου και του Βουρλοπόταμου. Εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως τμήμα της περιοχής του Φάρου, η περιοχή του πρώην κτήματος Κέλλερ (ανατολικά της οδού Ευξείνου Πόντου), τα Μυτιληναίικα και οι περιοχές Παπαστράτου και Αγίων Αναργύρων.

Έως το 1960 ο δήμος είχε επεκταθεί στα όρια που καταλαμβάνει σήμερα. Οι διανοίξεις και οι ασφαλτοστρώσεις δρόμων, η ύδρευση, η αποχέτευση, ο ηλεκτροφωτισμός, η καθαριότητα και οι συγκοινωνίες αποτελούσαν προβλήματα που ζητούσαν άμεση επίλυση και απασχόλησαν τις δημοτικές αρχές κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Μεγάλη πηγή εσόδων αποδείχθηκε η νομοθετική κατοχύρωση της επιβολής τέλους επί των εισιτηρίων όλων των λεωφορειακών γραμμών της Νέας Σμύρνης. Τα έσοδα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα στον Δήμο να βελτιώσει το οδικό δίκτυο και να προχωρήσει στον προγραμματισμό έργων βελτίωσης του συγκοινωνιακού δικτύου.

Οι προσπάθειες του Δήμου Νέας Σμύρνης για την προαγωγή της παιδείας και για τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για όλους τους σπουδαστές βρήκαν αρωγό και το μεγάλο ευεργέτη της Νέας Σμύρνης, τον Σμυρναίο  μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Στις 22 Ιουλίου 1957 πραγματοποιήθηκε η τελετή θεμελίωσης της Σχολής Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού «Η Σμύρνη» της Εστίας Νέας Σμύρνης. Το κόστος ανέγερσης ανέλαβαν ο Ωνάσης και ο εφοπλιστής Κωνσταντίνος Κονιαλίδης, ενώ το οικόπεδο επί της οδού 25ης Μαρτίου 5 πρόσφερε ο Δήμος. Στη διάρκεια της τελετής ο Ωνάσης ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Νέας Σμύρνης και τιμήθηκε για την προσφορά του.

Μία από τις σημαντικότερες ενέργειες του 1959 ήταν η μερική απαλλοτρίωση του κτήματος Χρυσάκη για τη δημιουργία της Λεοντείου Σχολής. Παρ’ όλα αυτά, η οικοδόμηση του κτήματος, το οποίο η προηγούμενη δημοτική αρχή ήλπιζε να καταστήσει πνεύμονα πρασίνου, ήταν ίσως η πιο ήπια πλευρά της νέας πραγματικότητας που εξελισσόταν στη Νέα Σμύρνη. Μετά τα δεκατέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από την Απελευθέρωση, είχαν απομείνει ελάχιστοι ελεύθεροι χώροι. Η Νέα Σμύρνη, η οποία είχε χαρακτηριστεί κηπούπολη στο παρελθόν, κινδύνευε να λάβει όψη πυκνοκατοικημένης μεγαλούπολης. Η κατάτμηση των μεγάλων οικοπέδων σε μικρότερα και η εντατική ανοικοδόμηση είχαν στερήσει την πόλη από μεγάλες κοινόχρηστες εκτάσεις που θα χρησίμευαν για την αναψυχή των κατοίκων ή την ανέγερση δημόσιων κτηρίων. Για τους παραπάνω λόγους, το δημοτικό συμβούλιο κατέληξε στην απόφαση αλλαγής των όρων δόμησης με επιτρεπόμενη επιφάνεια κάλυψης το 70% του οικοπέδου, ενώ το υπόλοιπο 30% έπρεπε να διαμορφώνεται περιμετρικά σε πρασιά.

 

1960-1970

Παρά τις διαπιστώσεις αυτές και την εύλογη ανησυχία για το μέλλον της Νέας Σμύρνης, νέες περιοχές εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως. Βαθμιαία μειώθηκε το ποσοστό ακάλυπτων χώρων, με παράλληλη αύξηση του συντελεστή δόμησης. Η πυκνή δόμηση, βέβαια, συνδέεται με την παράλληλη αύξηση του πληθυσμού της πόλης, στον οποίο προστέθηκαν γύρω στους 10.000 κατοίκους κατά τη δεκαετία του 1950. Στη Νέα Σμύρνη συνέρρευσαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, αλλά και εσωτερικοί μετανάστες.

Οι παραπάνω εξελίξεις είχαν αποτέλεσμα τη δημιουργία σειράς προβλημάτων, τα οποία καλούνταν να λύσει η τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Δήμος υποχρεώθηκε να μεταφέρει κονδύλια του προϋπολογισμού σε έργα υποδομής (δρόμους, ύδρευση, ηλεκτροφωτισμό) εις βάρος των έργων κοινής ωφέλειας.

Στις εκλογές του Ιουλίου του 1964 αναδείχθηκε δήμαρχος ο Αθανάσιος Παπαθανασίου. Όσον αφορά τα έργα υποδομής, αυξήθηκαν τα κονδύλια για τη διάνοιξη και την ασφαλτόστρωση οδών, διαμορφώθηκαν οι πλατείες Σκατζουράκη, Φάρου, Βασ. Κωνσταντίνου, Αγίας Παρασκευής, όπως και η Κεντρική Πλατεία. Η πνευματική και οικονομική κίνηση στη Νέα Σμύρνη σταδιακά αυξήθηκε, καθιστώντας την ένα από τα πλέον δημοφιλή προάστια της πρωτεύουσας. Η περιοχή έγινε τόπος μόνιμης κατοικίας προσωπικοτήτων από τον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων, της πολιτικής και του αθλητισμού.

Οι παρεμβάσεις της δικτατορίας και οι ανακατατάξεις που προκάλεσαν γενικότερα στη διοίκηση του Δήμου δεν σταμάτησαν την υλοποίηση έργων που είχαν προκηρυχθεί με προηγούμενες αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου. Τον Μάιο του 1967 θεμελιώνεται το κτήριο του γυμνασίου θηλέων (σχολικό συγκρότημα στη συμβολή των οδών Νικομηδείας και Τραπεζούντος) σε χώρο που παραχωρήθηκε στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων από τον Δήμο Νέας Σμύρνης. Το έργο ήταν μελέτη του τεχνικού γραφείου Α. Μπίρη.

Τον Φεβρουάριο του 1968 τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος της πλατείας της Νέας Σμύρνης. Η μελέτη και η επίβλεψη της διαμόρφωσης έγιναν από το αρχιτεκτονικό γραφείο των Νεοσμυρνιών Γ. Λεονάρδου και Λ. Καλαβύτη. Το έργο υπήρξε πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς παρουσίαζε ένα μεγάλο σύστημα συνεχόμενων λιμνών, που «λειτουργούσαν» ως καθρέπτες πάνω στο μπετόν. Επίσης, στην πλατεία δημιουργήθηκαν μικροί καταρράκτες και σιντριβάνια σε πολλά επίπεδα αλλά και γέφυρες και είσοδοι σε αυτή, με χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία τη στήλη και την πυραμίδα.

Σημαντική για την αθλητική υποδομή της Νέας Σμύρνης υπήρξε η κατασκευή του κλειστού γηπέδου του Α.Ο.Ν.Σ. «Μίλων». Με προϋπολογισμό που ανήλθε στα 5.500.000 δραχμές, αποτέλεσε το δεύτερο κλειστό γήπεδο στην ιστορία της Αθήνας.

Την ίδια εποχή γεννήθηκε το τουριστικό περίπτερο «Γαλαξίας».

 

Τον Δεκέμβριο του 1974 η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης ως πρότυπο γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στο νέο σχολικό συγκρότημα (όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα) στην περιοχή Αγίας Σοφίας-Λέσβου. Το νέο κτήριο της Ευαγγελικής Σχολής άρχισε να χτίζεται στην εποχή της δικτατορίας και ήταν έργο του αρχιτέκτονα Τομπάζη. Τον Μάιο του 1974 ιδρύεται η Μητρόπολη Νέας Σμύρνης. Πρώτος μητροπολίτης Νέας Σμύρνης ορίζεται ο επίσκοπος Δωδώνης Χρυσόστομος Βούλτσος. Ήταν γιος του προσωπικού φύλακα και οδηγού της άμαξας του εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.

 

Δήμος Νέας Σμύρνης 1975-2009: Μια σύγχρονη πόλη

 

Στις δημοτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το 1975 δήμαρχος Νέας Σμύρνης εξελέγη ο Χαράλαμπος Μπεχλιβανίδης, στέλεχος της Ε.Δ.Α. και της Ανανεωτικής Αριστεράς, εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος από το 1959, ο οποίος παύτηκε από το δικτατορικό καθεστώς, διώχθηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε για τους αγώνες του από τη χούντα των συνταγματαρχών. Ο συνδυασμός του κέρδισε και τις επόμενες τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις: του 1978, του 1982, του 1986 και του 1990. Έτσι, ο Χαράλαμπος Μπεχλιβανίδης παρέμεινε στο δημαρχιακό αξίωμα της Νέας Σμύρνης επί σχεδόν είκοσι συναπτά έτη.

Η απογραφή πληθυσμού του 1981 καταγράφει 67.408 κατοίκους. Η σύγκριση με την απογραφή του 1971 (44.665 κάτοικοι) καταγράφει ποσοστό αύξησης 50% για τη δεκαετία 1971-1981.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

1951: 22.074 κάτοικοι

1961: 32.958 κάτοικοι

1971: 44.655 κάτοικοι

1981: 67.408 κάτοικοι

Η επιδίωξη να εξασφαλιστεί ποιότητα ζωής για τον πληθυσμό της Νέας Σμύρνης έγινε φανερή από τις συστηματικές προσπάθειες του Δήμου για την κατασκευή σημαντικών έργων, που θα έδιναν λύσεις σε βασικές ανάγκες της πόλης. Ιδιαίτερα ο νέος φωτισμός της πόλης, η επίλυση του προβλήματος της αποχέτευσης, το νέο σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων και το κλείσιμο των ρεμάτων, το τέλος της αντιμετώπισης των προβλημάτων της οδικής κυκλοφορίας, μαζί με πολλές νέες πλατείες και σχολεία που κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή, κατέστησαν κυρίαρχη την παρουσία του δημάρχου Χαράλαμπου Μπεχλιβανίδη στα πολιτικά πράγματα της Νέας Σμύρνης. Κατά τη δεύτερη δημαρχιακή θητεία του και έπειτα από καθυστερήσεις χρόνων, η Νέα Σμύρνη αποκτά κλειστό γυμναστήριο και ανοικτό κολυμβητήριο ολυμπιακών διαστάσεων. Μία δεκαετία αργότερα διαμορφώνονται οργανωμένοι χώροι άθλησης στον περιβάλλοντα χώρο του δημοτικού γυμναστηρίου. Σημαντικά έργα πραγματοποιούνται επίσης στο γήπεδο του Πανιωνίου, η χωρητικότητα του οποίου επεκτείνεται κατά 4.000 θέσεις.

Κατά την τρίτη περίοδο της δημαρχιακής θητείας του Χαράλαμπου Μπεχλιβανίδη αποφασίστηκε η δημιουργία στην Άνω Νέα Σμύρνη Κέντρου Ανοιχτής  Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.).

Τον Απρίλιο του 1984 έγιναν οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη συνοικιακών συμβουλίων με καθολική ψηφοφορία των κατοίκων και όχι μόνο των  δημοτών. Ο νέος θεσμός, που είχε στόχο την ενίσχυση της λαϊκής συμμετοχής, έγινε αρχικά δεκτός με ικανοποίηση από τους πολίτες. Η Νέα

Σμύρνη χωρίστηκε σε εννέα επιμέρους γειτονιές με ίσο περίπου αριθμό κατοίκων, λαμβανομένων υπόψη πολεοδομικών κριτηρίων (Φάρος, Λουτρά, Άνοιξη-Μυτιληναίικα, Αγία Παρασκευή, Άγιοι Ανάργυροι-Χρυσάκη, Αγία Φωτεινή, Άλσος, Πανιώνιος-Μίλων, Κέντρο). Σε κάθε συνοικία εξελέγη ενδεκαμελές συμβούλιο, για να ασχοληθεί με τα ιδιαίτερα προβλήματα της κάθε γειτονιάς. Το Νοέμβριο του 1987 διεξήχθησαν οι δεύτερες και τελευταίες συνοικιακές εκλογές, αφού ο θεσμός έφθινε με τον χρόνο, χάνοντας την αρχική δυναμική του, αφού στερείτο πόρων και ουσιαστικών αρμοδιοτήτων.

Το 1990 η Νέα Σμύρνη αποκτά υποθηκοφυλακείο (2/2/1990). Την ίδια περίοδο ο χώρος των Αγίων Θεοδώρων (Σεφεριάδη – Υπερείδου – Αγίων Θεοδώρων – Ραιδεστού) χαρακτηρίζεται από το δημοτικό συμβούλιο αρχαιολογικός χώρος, αφού εκεί βρίσκονται τα κατάλοιπα αρχαίου ναού (φέρεται ως σημείο στάσης στην πορεία του Αποστόλου Παύλου προς την Αθήνα) και αρχαίο πηγάδι. Η απόφαση αυτή το 1992 θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ο χώρος από οικοδομήσιμος θα κατοχυρωθεί ως αρχαιολογικός.

Η απογραφή του 1991 δίνει 69.319 κατοίκους για τη Νέα Σμύρνη. Η εμφανιζόμενη μικρή αύξηση του πληθυσμού της από το 1981 (67.408) είναι

φανερό ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική και μεγάλη ανάπτυξη και ανοικοδόμηση της πόλης, ο πραγματικός πληθυσμός της οποίας είχε αγγίξει τους 100.000 κατοίκους.

Τον Οκτώβριο του 1990 διεξάγονται δημοτικές εκλογές, τα αποτελέσματα των οποίων σημάδεψαν αρνητικά τις δημοτικές εξελίξεις μέχρι τις επόμενες (1994), αφού η μικρή διαφορά (μόλις 98 ψήφων) μεταξύ Χαρ. Μπεχλιβανίδη και Γ. Σιότροπου αποτέλεσε αφορμή ατελείωτων δικαστικών διενέξεων, που είχαν αποτέλεσμα την άνοδο και την πτώση των δύο αυτών ανδρών στο δημαρχιακό αξίωμα και τις αλλαγές συνθέσεων του δημοτικού συμβουλίου. Ο Χαρ. Μπεχλιβανίδης θα μείνει στη θέση αυτή μέχρι το τέλος του 1994, όταν θα ολοκληρώσει τη μακρόχρονη δημαρχιακή του θητεία (1975-1994), μεταπηδώντας στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση και εκλεγόμενος νομαρχιακός σύμβουλος και αντινομάρχης Αθηνών.

Νικητής των εκλογών του 1994 αναδείχτηκε ο Γιώργος Σιότροπος. Ιδιαίτερα σημαντικό έργο την περίοδο αυτή είναι η δημιουργία δημοτικών πολυιατρείων στα οποία λειτούργησαν τα τμήματα: παθολογικό, καρδιολογικό, μικροβιολογικό, υπερήχων, παιδιατρικό και οδοντιατρικό, καθώς και τμήμα αιμοληψίας. Πρόκειται για μια σοβαρή πρωτοβουλία με την οποία ο Δήμος παρεμβαίνει για πρώτη φορά με τρόπο ουσιαστικό στα θέματα της υγείας και της πρωτοβάθμιας φροντίδας των κατοίκων. Τα εγκαίνια των πολυιατρείων έγιναν τον Φεβρουάριο του 1996. Εκτός αυτού, η δημοτική αρχή προχώρησε στην αγορά δύο μικρών λεωφορείων για τη δημιουργία των πρώτων γραμμών δημοτικής συγκοινωνίας εντός της πόλης. Στις αρχές Οκτωβρίου 1995 εγκαινιάζεται νέο σχολικό συγκρότημα στη συμβολή των οδών Παρασκευοπούλου και Μιλησίου, όπου θα στεγαστούν το 12ο και το 14ο Δημοτικό Σχολείο.

Στις εκλογές του 1998, του 2002 και του 2006 δήμαρχος αναδείχτηκε ο Γιώργος Κουτελάκης ο οποίος με συνετές κινήσεις κατάφερε να ανασυγκροτήσει οικονομικά το Δήμο και να τον αναδιοργανώσει.  Ο Δήμος ανακάμπτει και κερδίζει σε αξιοπιστία. Με την έναρξη της τρίτης τετραετίας ο Δήμος Νέας Σμύρνης έχει ήδη μεγάλο πλεόνασμα και μηδενικές υποχρεώσεις. Συγκαταλέγεται πλέον στους ισχυρότερους οικονομικά Δήμους της χώρας.