(Φωτό: Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη.)
Φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από την ίδρυση της πόλης μας.
Μέσα απ’ αυτή τη σελίδα θα κάνουμε μια αναδρομή (σε συνέχειες) στην ιστορία, όχι μόνο της πόλης μας, αλλά και της Σμύρνης, απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.
Θα ξεκινήσουμε από τα προϊστορικά χρόνια και θα φτάσουμε στο σήμερα…
Οδηγός μας το Λεύκωμα της πόλης μας «Νέα Σμύρνη, από την καταστροφή στη δημιουργία», του οποίου η δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες.
Ο Παυσανίας και κάποιοι Σμυρναίοι ιστορικοί αποδίδουν την επανίδρυση της πόλης –γύρω στο 300 π.Χ.– στον Μεγάλο Αλέξανδρο, ο οποίος συγκέντρωσε τους διασκορπισμένους Σμυρναίους σε νέα τοποθεσία κοντά στο νοτιοανατολικό άκρο του κόλπου, δηλαδή στη θέση που κατέχει η Σμύρνη μέχρι σήμερα. Μετά την τελική θριαμβευτική νίκη του Μακεδόνα στρατηλάτη επί των Περσών στην Ισσό το 333 π.Χ., οι πόλεις της Μικράς Ασίας όπως η Πέργαμος, η Έφεσος και η Σμύρνη, η Αντιόχεια και η Ρόδος απέκτησαν το δικαίωμα για αυτοδιοίκηση και αυξήθηκαν σημαντικά σε κατοίκους. Καθώς η παλιά πόλη της Σμύρνης δεν ήταν τόσο μεγάλη σε έκταση, ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε την οικοδόμηση νέας κατά μήκος των ομαλών πλαγιών του λόφου Πάγου και πολύ κοντά στην ακτή. Η νέα αυτή πόλη επεκτάθηκε και οχυρώθηκε από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου, Αντίγονο και Λυσίμαχο.
Η ιδανική της θέση, σε συνδυασμό με την οικονομική της ακμή και τα περικαλλή κτήρια που την κοσμούσαν, την έκαναν γνωστή ως μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 2ου αιώνα π.Χ., η Σμύρνη προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρώντας, όπως και οι υπόλοιπες ιωνικές πόλεις, κάποιες ελευθερίες. Η φήμη της προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Ρωμαίων: ο Αδριανός την επισκέφτηκε γύρω στο 121 μ.Χ., ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος φρόντισε για την εντατική της ανοικοδόμηση, μετά τον καταστροφικό σεισμό που την έπληξε το 178 μ.Χ. Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, η Σμύρνη κοσμήθηκε με σημαντικά δημόσια κτίσματα, όπως θέατρο, στάδιο, βιβλιοθήκη, ωδείο, σχολές, αγορά και πολλούς ναούς, ενώ όλοι οι δρόμοι της πλακοστρώθηκαν.
Όταν η Κωνσταντινούπολη ορίστηκε έδρα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το εμπόριο με τη Μικρά Ασία σταδιακά παρήκμασε και η Σμύρνη έχασε μεγάλο μέρος της αίγλης της.
Κατά τα βυζαντινά χρόνια, αποτέλεσε μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις της Μικράς Ασίας, σημαντικό προπύργιο των Βυζαντινών εναντίον των Περσών, των Αράβων και των Τούρκων. Για τον σκοπό αυτό έχτισαν και το φρούριο του Αγίου Πέτρου ή Εριμιδόκαστρο στο λιμάνι.
Το 1076, ο Σελτζούκος Τζαχά μπέης κατέλαβε τη Σμύρνη και τη χρησιμοποίησε ως ναυτική βάση. Την ανακατέλαβε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Ιωάννης Κομνηνός επισκεύασε και επέκτεινε το αρχαίο φρούριο του Πάγου. Επιπλέον, μετέτρεψε το λιμάνι στην κύρια βάση του αυτοκρατορικού στόλου στο Αιγαίο.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204, η Σμύρνη έπεσε στα χέρια των Ναϊτών ιπποτών. Η πόλη διεκδικήθηκε σθεναρά από τους Βυζαντινούς και πολιορκήθηκε πολλές φορές από τους Τούρκους. Επιπλέον, στις αρχές του 15ου αιώνα υπέστη και την άγρια επίθεση των Μογγόλων του Ταμερλάνου, οι οποίοι κατέσφαξαν τους κατοίκους και προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές στα κτίρια.
Τελικά, η Σμύρνη εντάχθηκε οριστικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1425, επί Μουράτ Β΄και αποτέλεσε ένα από τα σαντζάκια της επαρχίας (βιλαέτι) του Αϊδινίου. Εκεί υπήχθησαν ως ξεχωριστά σαντζάκια και τα υπόλοιπα εδάφη της δυτικής Μικράς Ασίας.
Στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα, η Σμύρνη δέχτηκε κύμα Εβραίων από την Ισπανία. Για μία ακόμη φορά, η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της πόλης συνέβαλε στην εξέλιξή της σε εμπορικό κόμβο σημαντικό τόσο για τους Οθωμανούς όσο και για τους Έλληνες, τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αρμένιους, οι οποίοι είχαν σταδιακά συγκεντρωθεί εκεί.
Η Σμύρνη αποτελούσε πλέον τη μητρόπολη των μικρασιατικών παραλίων. Η ακμάζουσα πορεία της συνεχίστηκε χωρίς διακοπή κατά τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, παρά τον τρομερό λοιμό του 1676, τον καταστροφικό σεισμό του 1688 και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1743.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο πληθυσμός αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους, ενώ κατά το 1803 είχε ξεπεράσει τους 100.000. Πάνω από το ένα τρίτο αυτών ήταν Έλληνες.