Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ίσως η μεγαλύτερη, συμφορά του ελληνισμού διαχρονικά. Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής είναι πολύ δύσκολος: αρπαγές και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, γκρέμισμα σχολείων, ναών και ευαγών ιδρυμάτων, καταστροφή επιχειρήσεων, μαρτυρικοί βασανισμοί αιχμαλώτων, βιασμοί, θηριωδίες, εκτελέσεις…
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί: 25.000 νεκροί και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς και πάνω από 1.500.000 πρόσφυγες στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 600.000 νεκρούς.Ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια, ο Eλληνισμός της Ανατολής εξαφανίστηκε…
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος, με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες, στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000, στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Συνολικά μιλάμε για 2.845.000 Έλληνες, που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής, που κυριαρχούσε οικονομικά και πολιτιστικά.
Τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση ήταν τραγική. Οι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν μεταξύ άλλων:
«Στο προάστιο του Μπουρνόβα οι κάτοικοι, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Ξερό, έδωσαν σκληρές μάχες κατά των Τσετών. Όντας λίγοι απέναντι σε πάρα πολλούς έχασαν και όσοι δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν, εκτελέστηκαν. Σε ένα άλλο προάστιο, τον Μπουτζά, συνέβησαν παρόμοιες θηριωδίες. Οι άντρες εκτελέστηκαν και περίπου διακόσια γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο ορφανοτροφείο για να προστατευθούν. Σφαγιάσθηκαν όλα».
Σύμφωνα με τον πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη, George Horton,«Οι δρόμοι, που οδηγούσαν στην αρμένικη συνοικία, φυλάγονταν από Τούρκους στρατιώτες. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές της τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τους εγκλείστους να εξέλθουν και να παραδοθούν. Αυτοί, γνωρίζοντας τι τους περίμενε, αρνήθηκαν. Δέχθηκαν τότε πυρά και χειροβομβίδες, ενώ στη συνέχεια οι Τούρκοι εισέβαλαν στον περίβολο και εντός του ναού κατασφάζοντας και εκτελώντας. Όσοι επέζησαν, οδηγούνταν στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου και δολοφονούντο εν ψυχρώ από τα τουρκικά εκτελεστικά αποσπάσματα». Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις κακουχίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ.
«Τα βάσανα των μη μουσουλμάνων δεν είχαν τελειωμό. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάστηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ ενώ από τη μανία των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε οι Γαλλίδες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οι καθολικές αδελφές του Τάγματος του Ελέους που σφαγιάσθηκαν την ώρα του καθήκοντος».
«Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της Σμύρνης. Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων επέτρεψε σε ελληνικά και άλλα πλοία να μπουν στο λιμάνι της Σμύρνης. Η εκκένωση άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου και διήρκησε μια εβδομάδα. Στις 13 Σεπτεμβρίου 19 πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο. Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα. Ο κόσμος περίμενε βασανιστικά στις ουρές για να περάσει στα πλοία ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες διενεργούσαν εξονυχιστικούς ελέγχους, αφαιρώντας τα τιμαλφή από τον κόσμο και συλλαμβάνοντας όσους άντρες ήταν πάνω από 15 ετών για να τους στείλουν στα τάγματα εργασίας. Οι μανάδες έντυναν τα αγόρια τους με γυναικεία ρούχα για να τα περάσουν στα πλοία. Ο κόσμος έπεφτε στη θάλασσα να κολυμπήσει μέχρι τα καράβια των ξένων και οι Τούρκοι πυροβολούσαν στη θάλασσα. Τα πλοιάρια βούλιαζαν από το βάρος ενώ από πίσω η πόλη καιγόταν και η φωτιά είχε φτάσει μέχρι και τα παραλιακά κτίρια».
«O Mητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919-1922), υπήρξε ο αναμφισβήτητος εθνάρχης του ελληνισμού της πόλης. Υποστήριξε το κίνημα της Μικρασιατικής Άμυνας για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους στην Ιωνία. Όταν κατέρρευσε το μικρασιατικό μέτωπο (Αύγουστος 1922) και ο στρατός και η πολιτική διοίκηση εγκατέλειψαν τη Σμύρνη, ο Χρυσόστομος παρέμεινε στη θέση του. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του και έμεινε να συμμεριστεί την τύχη του ποιμνίου του, παρά τις επίμονες παραινέσεις των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922, ο Τούρκος διοικητής της πόλης, Νουρεντίν μπέης μαζί με δύο στρατιώτες πήγε στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής και ζήτησε από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο να τον ακολουθήσει. Τον οδήγησε στην πλατεία Διοικητηρίου μαζί με δύο άλλους επιφανείς Έλληνες της πόλης, τον προεστό Γεώργιο Κλιμάνογλου και τον νομικό Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου. Εκεί, διέταξε την άμεση εκτέλεση των δύο τελευταίων και ανέβηκε στο μπαλκόνι του Διοικητηρίου. Απευθύνθηκε στο πλήθος των περίπου 1.500 Τούρκων δείχνοντάς τον. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον πλακώνουν με λοστούς και ξύλα. Του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τον οδήγησαν μέχρι τον τουρκικό μαχαλά όπου τον μαχαίρωσαν, του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά, του έβγαλαν τα μάτια και τον αποτέλειωσαν με δύο σφαίρες στο κεφάλι».
Ο Δήμαρχος Σταύρος Τζουλάκης, σήμερα, ημέρα μνήμης μιας τεράστιας τραγωδίας, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι Μικρασιάτες, σχεδόν έναν αιώνα μετά, μας δείχνουν ακόμα νοητά τον δρόμο για τη συνέχεια με το βλέμμα μπροστά και με σεβασμό στην παράδοσή μας και στις θυσίες των προγόνων μας».